σύμπορος

σύμπορος
-ον, Α
συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -πορος (< πόρος) πρβλ. αυτό-πορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύμπορον — σύμπορος accompanying masc/fem acc sg σύμπορος accompanying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόπορος — ον, Α σύμπορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. αντί σύμπορος «συνοδοιπόρος»] …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”